- ἀκρωτηρίασμα
- ἀκρωτηρί-ασμα, τό,A mutilation, Hsch. s.v. τομία, Sch.A.R.4.477.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακρωτηρίασμα — ἀκρωτηρίασμα, το (Μ) [ἀκρωτηριάζω] ακρωτηριασμός, κουτσούρεμα … Dictionary of Greek
ἀκρωτηριασμάτων — ἀκρωτηρίασμα mutilation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριάσματα — ἀκρωτηρίασμα mutilation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek